λεπτόνια

λεπτόνια
Ομάδα ελαφρών στοιχειωδών σωματιδίων υψηλών ενεργειών, των οποίων η μάζα κυμαίνεται μεταξύ 0 και 100 ΜeV (γενικότερα, τα στοιχειώδη σωμάτια χωρίζονται, ανάλογα με τη μάζα τους, σε τέσσερις κατηγορίες: στα φωτόνια, στα λ., στα μεσόνια και στα βαρυόνια). Τα λ. εμφανίζονται σε ζεύγη τα οποία αποτελούνται από το φορτισμένο μέλος του ζεύγους και το νετρίνο του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ζεύγος του ηλεκτρονίου (το πιο γνωστό λ.) και του νετρίνο του. Ως ομάδα, τα λ. χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι δεν συμμετέχουν στις ισχυρές πυρηνικές αλληλεπιδράσεις, γι’ αυτό αποκαλούνται σταθερά σωματίδια, με μοναδική εξαίρεση το μ-μεσόνιο. Πιο συγκεκριμένα, τα φορτισμένα λ. –ενός ζεύγους– συμμετέχουν στις ηλεκτρομαγνητικές και ασθενείς αλληλεπιδράσεις, ενώ τα νετρίνο μόνο στις ασθενείς. Η ανίχνευση των λ. έγινε σταδιακά. Πρώτα ανακαλύφθηκε το ηλεκτρόνιο από τον Τόμσον το 1897, ο οποίος δεν μέτρησε τη μάζα του αλλά τον λόγο ηλεκτρικού φορτίου-μάζας. Στη συνέχεια ανιχνεύτηκε στις κοσμικές ακτίνες το μιόνιο από τους Στριτ και Στίβενσον το 1937. Τελικά, ο Άλεν ανακάλυψε το νετρίνο (1942) του οποίου τη μάζα μέτρησαν με ακρίβεια οι Χάνα και Ποντεκόρβο το 1949, ενώ μόλις το 1974 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το τ-λ. σε πείραμα με επιταχυντή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδρόνια — Ομάδα στοιχειωδών σωματίων που αντιλαμβάνονται τις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις και συμμετέχουν στις έντονες αλληλεπιδράσεις. Όλα τα στοιχειώδη σωμάτια, εκτός από τα λεπτόνια και το φωτόνιο, είναι α. Υπάρχουν δύο κατηγορίες α., τα μεσόνια, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… …   Dictionary of Greek

  • νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • κουάρκ — Στοιχειώδες σωματίδιο. Θεωρητικά, αποτελεί (μαζί με τα λεπτόνια) το δομικό υλικό όλων των κύριων συστατικών του ατόμου (θεμελιώδη φερμιόνια). Η επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος των κ. απασχολεί τους φυσικούς υψηλών ενεργειών εδώ και τρεις… …   Dictionary of Greek

  • μεσόνια — Θεμελιώδη ασταθή σωμάτια, αποτελούμενα από μάζα ενδιάμεση μεταξύ ηλεκτρονίων (που ονομάζονται γενικά λεπτόνια ή ελαφρά σωμάτια) και πρωτονίων (βαριόνια ή βαρέα σωμάτια). Πριν από λίγα χρόνια ήταν γνωστοί δύο τύποι μ.: το π (ή πιόνιο) και το κ (ή… …   Dictionary of Greek

  • μιόνια — (μ). Στοιχειώδη σωμάτια που ανήκουν στα λεπτόνια και έχουν το ίδιο φορτίο και σπιν με τα ηλεκτρόνια, αλλά με τη διαφορά ότι η μάζα τους είναι 207 φορές μεγαλύτερη από του ηλεκτρονίου. Ανακαλύφθηκαν το 1936 από τους Αντερσον και Νεντερμέγερ, σε… …   Dictionary of Greek

  • σωματίδια ή σωμάτια — Όνομα με το οποίο στην ατομική και πυρηνική φυσική ορίζονται τα αδιαίρετα συστατικά της ύλης. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν γνωστός ένας περιορισμένος αριθμός σ., η συμπεριφορά των οποίων μας έκανε να σκεφτούμε ότι επρόκειτο περί των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”